εφετικός

εφετικός
,ή, ό[ν] грам, волюнтативный (о глаголе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εφετικός" в других словарях:

  • ἐφετικός — actuated by desire masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφετικός — ή, ό (ΑΜ ἐφετικός, ή, όν) [εφίημι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός 2. φρ. «εφετικά ρήματα» ρήματα τής αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε σείω, άω, ιάω νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ἐφετικά — ἐφετικός actuated by desire neut nom/voc/acc pl ἐφετικά̱ , ἐφετικός actuated by desire fem nom/voc/acc dual ἐφετικά̱ , ἐφετικός actuated by desire fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικῶν — ἐφετικός actuated by desire fem gen pl ἐφετικός actuated by desire masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικόν — ἐφετικός actuated by desire masc acc sg ἐφετικός actuated by desire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικήν — ἐφετικός actuated by desire fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικῶς — ἐφετικός actuated by desire adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • κιχλιδιώ — κιχλιδιῶ, άω (Α) (εφετικό ρ.) επιθυμώ να καγχάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικός τ. τού κιχλίζω] …   Dictionary of Greek

  • λεξείω — (Α) επιθυμώ να πω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικός ρηματ. τ., σχηματισμένος από το θ. τού μέλλοντος λεξ τού λέγω + επίθημα είω (πρβλ. πολεμησ είω)] …   Dictionary of Greek

  • στρατευσείω — Α (εφετικός τ.) επιθυμώ την εκστρατεία, τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατεύω + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. ναυμαχη σείω, πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»